"Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΛΑΣΙΕ Βιβλίων"
- Dimitris Thanassas
- Sep 7, 2016
- 2 min read

Διαβάστε το απόσπασμα από ανέκδοτο χειρόγραφο που έπεσε στα χέρια μου...
Το αφιερώνω στους Πωλητές πόρτα-πόρτα, ένα ιδιαίτερο είδος ανθρώπων που, παρά τις βροχές και τα κρύα, αυτοί συνεχίζουν να λυώνουν σόλες στο δρόμο, μέσα στην αβεβαιότητα και την καχυποψία, προσπαθώντας να βγάλουν ένα μεροκάματο που, πολλές φορές, δεν είναι πάνω από λίγα ευρώ.
"...............................................
Το συννεφιασμένο εκείνο απόγευμα του Φλεβάρη, ο Γιώργος γύρισε αποκαμωμένος στη γκαρσονιέρα του. Ούτε τα πολυφορεμένα παπούτσια του δεν είχε δύναμη να βγάλει. Ακούμπησε στο πάτωμα την τσάντα με τις δύο "Ιατρικές Εγκυκλοπαίδειες" που κουβαλούσε μαζί του από το πρωί. Δεν είχε πουλήσει ούτε μία σήμερα. Ούτε χθες, ούτε όλη την προηγούμενη εβδομάδα.
Ο δρόμος του φαινόταν αφιλόξενος. Όταν είχε ξεκινήσει το πόρτα-πόρτα, ως πλασιέ βιβλίων, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Βέβαια, πριν 15 χρόνια, ο κόσμος δεν φοβόταν ν' ανοίξει την εξώπορτά του όταν κάποιος του χτυπούσε το κουδούνι. Ούτε υπήρχαν εκείνα τα σημειώματα στις κλειδωμένες εισόδους πολυκατοικιών: "απαγορεύεται η είσοδος σε πλασιέ". Κάθε φορά που τα έβλεπε, αισθανόταν σαν να του έχωναν ένα μαχαίρι στην καρδιά. Δεν ήθελε να κλέψει. Ούτε να ενοχλήσει κανέναν. Πουλούσε βιβλία πόρτα-πόρτα. Βιβλία αξιόλογα, όχι της σειράς: εγκυκλοπαίδειες, ιστορικά, οδοιπορικά, λογοτεχνία, φιλοσοφία, άπαντα. Γιατί τον αντιμετώπιζαν σαν σκουπίδι;
Βρήκε λίγη δύναμη να βγάλει τα ρούχα της δουλειάς: ένα μισο-ξεθωριασμένο σακάκι, μια φτηνή γραβάτα, ένα μονόχρωμο πουκάμισο. Δεν ήθελε να πηγαίνει "σα λέτσος" στον πελάτη: ήθελε τουλάχιστον να φορά γραβάτα. Ήταν η ίδια γραβάτα που είχε όταν ξεκίνησε τη δουλειά του πλασιέ, πριν 15 χρόνια. Τότε είχε όνειρα για τα λεφτά που θα έβγαζε. Είχε επενδύσει σε μερικά καλά ρούχα. Τα ίδια φόραγε από τότε, κι ας είχε αλλάξει η μόδα. Τότε ήταν στα 20. Τώρα στα 35 του.
Αισθανόταν αποκαμωμένος, σχεδόν χωρίς ελπίδα. Άνοιξε το ντουλάπι, είχε ακόμα καφέ και ζάχαρη από το πεσκέσι που τού 'στειλε η μάνα του πριν ένα μήνα από το χωριό. Έφτιαξε έναν καφέ και σωριάστηκε σε μια καρέκλα, πνιγμένος στις σκέψεις.
Δεύτερη βδομάδα που δεν κάνει ούτε μια πώληση. Στον Εκδοτικό Οίκο είχαν αρχίσει να το πιέζουν πολύ. Έβλεπαν τις Ιατρικές Εγκυκλοπαίδειες να μένουν στις αποθήκες, και το αφεντικό τού φώναζε: "Τί έγινε Γιωργάκη, βαρέθηκες το δρόμο? Ή μήπως σου πρότειναν δουλειά γραφείου?" Δεν τον πείραζαν οι φωνές. Η ειρωνία τον πείραζε. Το υπονοούμενο ότι ήταν ξωφλημένος.
Ο καφές τον παρηγόρησε λιγάκι. Έξω είχε σουρουπώσει. Δεν άναβε ακόμα τη λάμπα, προτιμούσε να ρουφήσει τις τελευταίες ικμάδες φωτός που έμπαιναν από το τζάμι, όσο ο συννεφιασμένος ουρανός σουρούπωνε πάνω από το Παγκράτι, πάνω από την οδό Φρύνης 24, πίσω από την κουρτίνα της καμαρούλας του.
............................................................................................"